φρυγμός

φρυγμός
ο, ΝΜΑ [φρύγω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρύγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρυγμός — drying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγμόν — φρυγμός drying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύξη — η / φρῡξις, ύξεως, ΝΑ [φρύγω] φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα νεοελλ. (μεταλργ. χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”